Επείγοντα ζητήματα του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Γενικής Τράπεζας της Ελλάδας

ΤΑΜΕΙΟ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Σολωμού 20, 106 82 Αθήνα
Τηλ. 210 3827707 210 3827413

Αθήνα, 13/04/2016
Αρ. πρωτ.76

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος «Νέα Δημοκρατία»,

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος

<<Ανεξάρτητοι Έλληνες Εθνική

Πατριωτική Δημοκρατική Συμμαχία>>

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος

<<Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας>>

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος

<< Ένωση Κεντρώων>>

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος

<< Το Ποτάμι>>

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς: Την Κοινοβουλευτική Ομάδα της

<< Δημοκρατικής Συμπαράταξης >>

(<<Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα>>

Δημοκρατική Αριστερά>>)

Βουλή των Ελλήνων

 

Προς : Την Κοινοβουλευτική Ομάδα της

<<Δημοκρατικής Συμπαράταξης>>

(Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα) και

<<Δημοκρατική Αριστερά>>

Βουλή των Ελλήνων

 

Θέμα: Επείγοντα ζητήματα του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Γενικής Τράπεζας της Ελλάδας

 

Αξιότιμε κύριοι,

 

Σας απευθύνουμε την παρούσα επιστολή – έκκλησή μας, προσβλέποντας στην υποστήριξη των δικαίων αιτημάτων του Ταμείου μας, το οποίο διέρχεται σήμερα ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, ενόψει της συνολικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που προωθείται από την Κυβέρνηση.

 

Όπως είναι γνωστό, το «Ταμείο Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Γενικής Τράπεζας της Ελλάδας» (ΤΑΠΓΤΕ) αποτελεί αλληλοβοηθητικό ταμείο σωματειακής μορφής και φορέα επικουρικής ασφάλισης των υπαλλήλων της (τ.) Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (ήδη διάδοχος της οποίας είναι η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.).

 

Η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το 1937 με κεφάλαια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Ο δημόσιος χαρακτήρας της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, δια της κατοχής πλειοψηφικού μετοχικού κεφαλαίου από το Ελληνικό Δημόσιο, διήρκεσε μέχρι και το Μάρτιο του έτους 2004, όταν ο όμιλος της Société Générale κατέστη ο κυριότερος μέτοχος της τράπεζας. Συνεπώς, η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος παρέμενε για διάστημα ανώτερο των εξήντα ετών σε στενή σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο. Παράλληλα, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατά το αυτό διάστημα καθοριστική επιρροή στη διοίκηση της τράπεζας, αποφασίζοντας για την ακολουθητέα πολιτική του ιδρύματος με άμεσες συνέπειες τόσο στους υπαλλήλους της όσο και για τους ασφαλισμένους στο Ταμείο μας. Αλλά και πρόσφατα, το Ελληνικό Δημόσιο και πάλι μετείχε καθοριστικά στον έλεγχο και τη διοίκηση της τράπεζας, στο πλαίσιο της διάσωσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας μέσω δημόσιας χρηματοδότησης.

 

Σκοπός του ΤΑΠΓΤΕ από της ιδρύσεως του υπήρξε η χορήγηση επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής στα μέλη του, με καταβολή των προβλεπομένων από το Καταστατικό του εισφορών. Ο κατακερματισμός των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων σε συνδυασμό με την κακή οικονομική τους κατάσταση, αλλά και η ανάγκη να διασφαλιστούν τα κεκτημένα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, οδήγησε το Κράτος στη λήψη μέτρων και ιδίως στην ψήφιση του Ν. 3371/2005. Ειδικά για την επικουρική ασφάλιση των ασφαλισμένων, προβλέφθηκε αρχικά με τον Ν. 3371/2005 η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων τραπεζικών υπαλλήλων στην επικουρική ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α. και παράλληλα η ίδρυση του Ε.Τ.Α.Τ., ενός φορέα ο οποίος ανέλαβε να χορηγεί τις επιπλέον παροχές που δικαιούνται οι τραπεζοϋπάλληλοι σε σχέση με το κοινό ασφαλιστικό καθεστώς του Ε.Τ.Ε.Α. Όσον αφορά στο Ταμείο μας, ήδη από το 2010 και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 65 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 3863/2010, ο κλάδος επικουρικής σύνταξης του ΤΑΠΓΤΕ έχει εισαχθεί στο Ε.Τ.Ε.Α., κατόπιν διαχωρισμού των κλάδων εφάπαξ και επικουρικής σύνταξης, η οποία αποφασίσθηκε από τα όργανα του Ταμείου.

 

Είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντικό, ότι το Κράτος κατά την εν λόγω διαδικασία ανέλαβε και άσκησε την εγγυητική του ευθύνη έναντι των ασφαλισμένων του Ταμείου μας, έστω κατά το ελάχιστο αυτής περιεχόμενο, ως προς τη βασική διασφάλιση της επικουρικής μας σύνταξης. Πράγματι, η σχετική νομοθετική ρύθμιση, μετά από πρωτοβουλία των αρμόδιων τότε Υπουργών, αποτέλεσε έκφραση στην πράξη της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για τα δικαιώματα των ασφαλισμένων πολιτών, ελήφθη δε ιδιαιτέρως υπόψη το ειδικό περιγραφέν καθεστώς του ΤΑΠΓΤΕ ως φορέα επικουρικής ασφάλισης των εργαζομένων στην (τ.) Γενική Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι δε σαφές, ότι παράλειψη του Κράτους να μεριμνήσει, λαμβάνοντας τα απαιτούμενα θετικά μέτρα για τη διασφάλιση της συνέχισης καταβολής σε εμάς της επικουρικής μας σύνταξης, θα συνιστούσε παράνομη ενέργεια, κατά παράβαση της κείμενης ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας για την προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών μας δικαιωμάτων. Αλλά και πέραν τούτου, τέτοια παράλειψη θα ήταν και πολιτικά και ηθικά μεμπτή, καθώς οι ασφαλισμένοι του Ταμείου μας επί δεκαετίες στήριξαν με τα αποθεματικά του Ταμείου κατ’ ουσίαν τα δημόσια οικονομικά και τη χώρα, τοποθετώντας αυτά σε μετοχές της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος και γενικότερα εμπιστευόμενοι την πορεία της τράπεζας, όπως αυτή εξαρτάτο σε καθοριστικό βαθμό από το Κράτος δια της διοίκησής της.

 

Συνεπώς, η ένταξη του κλάδου επικουρικής σύνταξης του Ταμείου μας στο Ε.Τ.Ε.Α. δια νομοθετικής ρύθμισης, κατά τα ανωτέρω, υπήρξε ενέργεια νομικά, πολιτικά και ηθικά επιβεβλημένη και δίκαια, κατ’ ενάσκηση από το Ελληνικό Δημόσιο της εγγυητικής του ευθύνης έναντι των ασφαλισμένων μελών του Ταμείου μας.

 

Κατόπιν της υπαγωγής του κλάδου επικουρικής σύνταξης στο Ε.Τ.Ε.Α., ο σκοπός του ΤΑΠΓΤΕ περιορίζεται πλέον στη χορήγηση του προβλεπόμενου από το Καταστατικό του εφάπαξ βοηθήματος στα μέλη του.

 

Ωστόσο, η εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού έχει επηρεασθεί κρίσιμα από την αρνητική οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Ταμείο, μετά από μία σειρά αρνητικών εξελίξεων, όπως ήταν ιδίως η χρηματιστηριακή κρίση του έτους 1999 που επηρέασε την αξία των τοποθετήσεων του Ταμείου μας (κυρίως σε μετοχές της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος), αλλά και ιδιαίτερα η ανατροπή της αναλογιστικής του βάσης συνεπεία των αθρόων παραιτήσεων εν ενεργεία υπαλλήλων – μελών του από την εργασία τους, στο πλαίσιο προγραμμάτων «εθελούσιας αποχώρησης» προσωπικού που οργανώθηκαν από την εργοδότρια τράπεζα, με μεγάλη μάλιστα ένταση τα τελευταία έτη.

 

Οι εν λόγω αθρόες αποχωρήσεις προγραμματίσθηκαν, οργανώθηκαν και εκτελέσθηκαν από την εργοδότρια τράπεζα με δριμύτητα, ενώ η προτροπή οικειοθελούς αποχώρησης προς τους εργαζόμενους (που ήταν ταυτόχρονα ασφαλισμένοι μας) από πλευράς της Τράπεζας υπήρξε τουλάχιστον φορτική και επίμονη.

 

Στη διαδικασία των εν λόγω προγραμμάτων «οικειοθελούς αποχώρησης» η εργοδότρια τράπεζα ουδεμία μέριμνα έλαβε για την προστασία του Ταμείου μας, αντιθέτως δε επεδίωξε τη μέγιστη δυνατή αποχώρηση εν ενεργεία προσωπικού της (και ασφαλισμένων μας), ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι τούτο θα οδηγούσε αναμφίβολα και αναπόδραστα στην πλήρη ανατροπή της αναλογιστικής του βάσης και μάλιστα αμέσως, όπως και πράγματι συνέβη.

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι εμφανές ότι καταλείπεται για τους ήδη συνταξιούχους και τους εν ενεργεία ασφαλισμένους του ΤΑΠΓΤΕ ελλιπές πεδίο κοινωνικής προστασίας, ως προς διασφάλιση της δικαιούμενης εφάπαξ παροχής, τούτο δε σε αντίθεση με υπάλληλους άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και υπαλλήλους άλλων κλάδων.

 

Η διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση παραβιάζει κατάφωρα τις αρχές της ισότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, έχει δε άμεσες επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του Ταμείου μας και κατ’ επέκταση στην προστασία κεκτημένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων αλλά και ήδη στο βιοτικό επίπεδο των μελών του Ταμείου μας, τα οποία προσέβλεπαν και προσβλέπουν στην λήψη της εφάπαξ παροχής, ως δικαιούνται.

 

Ενόψει των ανωτέρω, και δεδομένων των συνταγματικών δεσμεύσεων σύμφωνα με τις οποίες το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και το κοινωνικό κράτος δικαίου τίθενται υπό κρατική εγγύηση, υποχρεούται το Κράτος, και δη η Κυβέρνηση και η Βουλή να ασκούν ενεργά προστατευτική κοινωνική πολιτική, επεμβαίνοντας διορθωτικά στις ανισορροπίες της αγοράς, αποκαθιστώντας θιγέντα δικαιώματα και αποτρέποντας την ανατροπή και απώλεια κεκτημένων κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων.

 

Ειδικότερα, από τα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει η υποχρέωση του νομοθέτη να επιδείξει την αναγκαία μέριμνα για την παροχή πλήρους κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας στο σύνολο του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων με όρους ίσης μεταχείρισης τόσο μεταξύ των μελών του προσωπικού τους, όσο και σε σχέση με εργαζόμενους άλλων κλάδων.

 

Άλλωστε, και προγενέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις όπως αυτές του Ν. 3371/2005 και 3863/2010 απέβλεψαν ακριβώς στην διασφάλιση της ισότητας και της προστασίας κεκτημένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων των τραπεζοϋπαλλήλων, δεδομένου και του περιορισμού των προσλήψεων στα πιστωτικά ιδρύματα που θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των επικουρικών ταμείων (βλπτ. ειδικότερα και Εισηγητική Έκθεση Ν.3371/2005 και απόφαση ΣτΕ 2199/2010).

 

Λαμβανομένου δε υπόψη του μακροχρόνιου δημόσιου χαρακτήρα της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος και της στενής σύνδεσής της με το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και της άσκησης καθοριστικής επιρροής στη διοίκηση και την επιλογής των ακολουθούμενων πολιτικών αυτής από το Ελληνικό Δημόσιο, καθίσταται αναγκαία και τώρα η εγγυητική παρέμβαση του Κράτους, ώστε να διασφαλισθεί το κεκτημένο δικαίωμα των συνταξιούχων μελών του Ταμείου μας στην δικαιούμενη από αυτούς εφάπαξ παροχή και να προστατευθεί το αντίστοιχο δικαίωμα των εν ενεργεία υπαλλήλων και ασφαλισμένων μελών του Ταμείου μας που καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές.

 

Είναι, δε, επείγουσα η ανάγκη αντιμετώπισης των θεμάτων του Ταμείου μας από την Πολιτεία, με άμεσο, δυναμικό και αποτελεσματικό τρόπο, καθώς ήδη αυτήν την περίοδο προωθείται από την (νυν) εργοδότρια Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. (ως διάδοχο της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος) νέο πρόγραμμα ομαδικής εθελούσιας αποχώρησης προσωπικού της, το οποίο στοχεύει στην αποχώρηση τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων εργαζομένων. Είναι δε σαφές, ότι αποχώρηση με τον τρόπο αυτό και άλλων ασφαλισμένων – μελών του Ταμείου μας θα οδηγήσει σε κατάρρευση πλέον την αναλογιστική του βάση, η οποία έχει ήδη τρωθεί καίρια από την εφαρμογή των προηγουμένων αντίστοιχων προγραμμάτων κατά τα τελευταία έτη.

 

Πρέπει, επομένως, να μεριμνήσει η Πολιτεία για την προστασία και των ασφαλισμένων του Ταμείου μας, κατ’ ελάχιστον εφαρμόζοντας μέτρα πρόνοιας όπως γενικότερα για τους αντίστοιχους συνταξιούχους τραπεζοϋπαλλήλους, ασκώντας την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα παρεμβατική προστατευτική πολιτική, και να μην επιτρέψει την κατάρρευση του Ταμείου μας, ως συνέπεια διαδοχικών αρνητικών γεγονότων τα οποία δεν ανήκουν στη σφαίρα ελέγχου του αλλά τα οποία ασκούν καθοριστική επιρροή στην πορεία του εάν δεν υπάρξει έμπρακτη μέριμνα από την Πολιτεία.

 

Προς την κατεύθυνση αυτή, και με αγωνία για το μέλλον του Ταμείου μας και την προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων μας, προσβλέπουμε στην ιδιαίτερη μέριμνά σας, κατά την υπό εξέλιξη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, ώστε να υπάρξει η απαιτούμενη προστασία μας από την Πολιτεία.

 

Παραμένουμε στη διάθεσή σας για κάθε διευκρίνιση και ειδικότερη πληροφόρηση.

 

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας.

το Δ.Σ. του ΤΑΠΓΤΕ